«Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΟΥ»
ΚΑΤΙΑ ΚΙΛΕΣΟΠΟΥΛΟΥ
    «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ»
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΟΣ
Ἡ ζωγραφική τοῦ Θανάση Μπακογιώργου
στό μεταίχμιο λαϊκῆς καί ἔντεχνης ἔκφρασης


Κάτια Κιλεσοπούλου
Δρ. Ἱστορικός τῆς Τέχνης


Ἀντλώντας ἀπό τή λαϊκή τέχνη καί τά παιδικά του βιώματα, ὁ Θανάσης Μπακογιῶργος ἐξελίχθηκε σέ συνεχιστή τῆς ἑλληνικῆς εἰκονογραφικῆς παράδοσης.
   Παρόλο πού ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τά μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα, ζώντας γιά ἕνα διάστημα στό ἐξωτερικό καί φιλοξενώντας στή γκαλερί του «Πανσέληνος» ποικίλες τάσεις τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς τέχνης, ἦταν τά ὁράματα ἀπό τούς θρύλους καί τίς ἀνεξίτηλες ἐντυπώσεις τοῦ γενέθλιου τόπου κατά τήν παιδική καί ἐφηβική του ἡλικία αὐτά πού ἀναβίωσαν στήν ὥριμη περίοδο τῆς ζωγραφικῆς του.
   Τίς σκληρές συνθῆκες διαβίωσης –ὀρφάνια, ἀνέχεια, καταστροφές πολέμου– ἀντιστάθμιζαν ἡ ἐπαφή μέ τή μαγική φύση τῆς Εὐρυτανίας, τῶν Ἀγράφων, τά παραμύθια τῶν γιαγιάδων γιά τούς νεραϊδότοπους, τά ξωτικά τῶν ποταμιῶν καί γεφυριῶν, οἱ διηγήσεις γιά τά κατορθώματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ '21, ἡ ὀμορφιά τῶν πετρόκτιστων σπιτιῶν μέ τίς πλουμιστές ἐσωτερικές διακοσμήσεις. Ἡ συναισθηματική φόρτιση πού προῆλθε ἀπό τό ἀποθησαύρισμα μνήμης, πράξεων, ἔργων, βρῆκε ἀπό νωρίς ἐκφραστικό διέξοδο στή ζωγραφική καί τήν πλαστική. Τό κοκκινόχωμα τοῦ χωριοῦ τοῦ χρησίμευσε ὡς πρώτη ὕλη γιά τό πλάσιμο, σέ ἡλικία 7-10 χρονῶν, τῶν φυσιογνωμιῶν τῶν ἡρώων τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα, Καραϊσκάκη, Μπότσαρη, Κατσαντώνη, Ἀθανάσιου Διάκου, πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ τόν τόπο.
   Ἡ πρώιμη καλλιτεχνική ἔκφραση, ἐλάχιστα ἀποδεκτή ἀπό τό περιβάλλον σέ ἐποχή πού οἱ συνθῆκες ζωῆς ἐπέβαλαν ἄλλες προτεραιότητες, τοῦ ἔδωσε ἐν τούτοις τήν πρώτη εὐκαιρία καί ἐνθάρρυνση γιά τή συνέχισή της, ὅταν τό περιοδικό «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ» ἄρχισε νά δημοσιεύει ἐφηβικά του σκίτσα. Χαράχθηκε μ' αὐτόν τόν τρόπο ἡ κατεύθυνση πρός τίς ἐφαρμοσμένες τέχνες.
   Κατά τή δεκαετία τοῦ '60 οἱ διακοσμήσεις ἐσωτερικῶν χώρων, τά σκίτσα, οἱ γελοιογραφίες καί εἰκονογραφήσεις ἐντύπων, τοῦ προσπόριζαν τό ἀπαραίτητο οἰκονομικό στήριγμα. Ἡ φοίτησή του στό τμῆμα σκηνογραφίας τῆς ΑΣΚΤ ἐνίσχυσε τίς γνώσεις του ὡς πρός τίς τεχνικές καί τά κατασκευαστικά μοντέλα, ἀναγκαῖα ἐφόδια γιά ἕναν καλλιτέχνη πού αἰσθάνεται μάστορας.
   Παρόλο πού ξεκίνησε ἀπό νωρίς νά σχεδιάζει μέ σινική, ἡ προσήλωση στή ζωγραφική, ἀρχικά μέ τέμπερα, χρονολογεῖται ἀπό τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ '70. Ἡ ἀνθρώπινη μορφή, κυρίως γυναικεία, καί τό ζευγάρι, κυριαρχοῦν κατά τήν πρώτη (1978-1988) περίοδο τῆς δουλειᾶς του. Ἀφαιρετική, ὀλιγόχρωμη, μέ πλατιές πινελιές ἡ διατύπωση, ἐπικεντρωμένη συνήθως σέ ἕνα πρόσωπο καί ἰδίως στό στοχαστικό, μελαγχολικό βλέμμα, στίς περιπτώσεις τῶν ζευγαριῶν ἄλλοτε λαμβάνει ἐξιδανικευμένη χροιά τρυφερῆς συνεύρεσης μέ ἔμφαση στά παραστατικά στοιχεῖα, κι ἄλλοτε συγχωνεύει τίς δύο μορφές ἀπαλείφοντας φυσιογνωμικές λεπτομέρειες. Ὁρισμένες μεμονωμένες γυναικεῖες μορφές ἀπέκτησαν σταδιακά κάτι ἀπό τό ἀπόκοσμο συγκινητικό ὕφος τῶν φαγιούμ.
   Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρωποκεντρική θεματική ἐγκαταλείπεται ἀπό τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ '80 ὅπως καί ἡ τέμπερα. Ὁ καλλιτέχνης πλέον ἐργάζεται μέ ἀκριλικά σέ θεματικές ἑνότητες ἀπό τίς ὁποῖες ἡ ἀνθρώπινη μορφή ἀπουσιάζει παντελῶς. Οἱ ἑνότητες αὐτές, δουλεμένες συνήθως παράλληλα, μποροῦν νά κατηγοριοποιηθοῦν σέ: τοπία –ὀρεινά, παραθαλάσσια–, ἐξωκλήσια, βυζαντινές πολιτεῖες, μεσαιωνικά πολίσματα, μοναστήρια, Μετέωρα καί Ἅγιον Ὄρος.
Τά πρῶτα γλυπτά. Μαυρομμάτα Εὐρυτανίας, 1955

   Στά τοπία, τά ἐμπνευσμένα τίς περισσότερες φορές ἀπό τή δωρική λιτότητα τῆς Εὐρυτανικῆς γεωμορφολογίας, διατηροῦν γιά ἕνα διάστημα τήν ἀφαίρεση πού παρατηρήθηκε ἀρχικά στίς ἀνθρώπινες μορφές. Χαμηλή χρωματική κλίμακα πού καλύπτει ἑνιαῖες ἐπιφάνειες μέ πινελιά δυσδιάκριτη, ἀποδίδει τούς ὀρεινούς ὄγκους καί τή χέρσα γῆ. Ἡ ἀκύμαντη θάλασσα –πότε πότε μόνο ἐλαφρά ρυτιδωμένη– καί ὁ ἐλάχιστα ἐπεξεργασμένος χρωματικά οὐρανός, λειτουργοῦν ὡς πλαίσια - φόντα στά ὁποῖα προβάλλονται τά τοπία. Ἡ προσθήκη χλωρίδας ὁδηγεῖ σέ μία ὅλο κά πιό παραστατική τοπιογραφία ὅπου βρίσκουν τή θέση τους σέ ποικίλες παραλλαγές ἀρχιτεκτονικῶν τύπων τά ἐξωκλήσια. Τήν ἔλλειψη πλαστικότητας στήν σχεδόν ἐπιπεδόμορφη σύνθεση ἀντισταθμίζει ἡ λεπτομερειακή περιγραφικότητα τῶν δένδρων καί τῆς ἀραιῆς βλάστησης.
   Ἡ σύνδεση τοῦ καλλιτέχνη μέ τό βυζαντινό παρελθόν τῆς Θεσσαλονίκης καί μέ τό Ἅγιον Ὄρος ἀναμόχλευσε ἱστορικές οἰκεῖες μνῆμες, ἀλλά ἀφύπνισε ἐπίσης τήν παιδική ὀπτική. Ἀποκλειστικό πλέον ἐνδιαφέρον στή ζωγραφική του εἶναι ἡ ἀναβίωση ἑνός ἔνδοξου, κραταιοῦ πολιτιστικοῦ παρελθόντος, μεταπλασμένου μέσα ἀπό τή φαντασία. Ὅπως ὁ λαϊκός ζωγράφος δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβει πιστά ἕνα προκατασκευασμένο πρότυπο ἀλλά διατηρεῖ τόν διηγηματικό χαρακτήρα, ἀναπροσαρμόζοντας μοτίβα καί εἰκονογραφικούς τύπους, ἔτσι κι ὁ Μπακογιῶργος χρησιμοποιεῖ ὡς ἐρείσματα παλαιούς χάρτες, κείμενα, ὀπτικά ἐρεθίσματα ἀπό ἐρειπωμένα ἤ ἀνέγγιχτα ἀπό τό χρόνο μνημεῖα, ἐκκλησιές, γεφύρια, κάστρα, μοναστήρια, τοιχογραφίες, γιά νά «ἀναστηλώσει» τελειοθηρικά καί ἄρα αὐθαίρετα, εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, νά διηγηθεῖ τό δικό του παραμύθι μέ τήν ψευδαισθητική ἀκρίβεια αὐτόπτη μάρτυρα. Ἡ ὅλη προσέγγιση εἶναι ψευδαισθητική ὄχι μόνο λόγω τῆς σκηνογραφικῆς διαμόρφωσης τοῦ χώρου ἀλλά κυρίως, λόγω τῆς ἐξωπραγματικῆς εὐταξίας του, τῆς ἔμμονης συμμετρίας, τῆς ἀπουσίας στοιχείων τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οὐσιαστικά τῆς ἀπάλειψης κάθε «ἐνοχλητικοῦ» ἴχνους τῶν συνηθισμένων, παρεμβατικά ἀνθρώπινων δραστηριοτήτων.
   Οἱ πανοραμικές βυζαντινές πολιτεῖες του, τά ὀχυρωμένα μοναστήρια, τά μεσαιωνικά πολίσματα καί λιμάνια, σκορπισμένα σέ λόφους καί δαντελλωτές ἀκτές, ἀποκτοῦν ἄχρονο χαρακτήρα μέσα ἀπό τά πορφυρά, τίς χρυσίζουσες ὦχρες, τό ἄπλετο φῶς, τήν ἀκύμαντη ἀτμόσφαιρα, τή χρήση πολλαπλῆς προοπτικῆς, τό πανομοιότυπο, λεπτομερειακό ἐνσταντανέ, ὡς «παγωμένες» στό χρόνο εἰκόνες.
   Ἐκτός ἀπό τή Μονεμβασιά καί τή Μυτιλήνη, οἱ περισσότερες ἀπόψεις εἶναι ἀφιερωμένες στή Θεσσαλονίκη. Προσεγγίζει τήν πόλη ἀπό ψηλά καί ἀντίκρυ. Ἀπό τίς πανοραμικές, χαρτογραφικές ὄψεις, πού ἀναβιώνουν τό θέμα τῶν vedute, περνᾶ, σά νά ἑστιάζει μέ μεγεθυντικό φακό σέ ἐπιμερισμένες ἀποτυπώσεις τή παραλιακῆς περιοχῆς τῶν λιμανιῶν, τοῦ Λευκοῦ Πύργου, τῶν μνημείων τοῦ κέντρου, ὡς τίς παρυφές τῆς πόλης πού γειτνιάζουν μέ τή φύση. Τροῦλοι, ψηλά καμπαναριά, δίρριχτες στέγες μέ ἀετωματικές ἀπολήξεις, τοξωτές πύλες, στενόμακρα πολύλοβα, παράθυρα, περιστύλια, καμαροσκέπαστες στοές, συστάδες πεύκων καί κυπαρισσιῶν, ποικίλουν τήν εἰκονογράφηση. Οἱ ἐρημωμένοι ἀπό ἀνθρώπους δρόμοι, ἡ ἀπουσία σκιοφωτισμοῦ, καί ἡ στατική σύνθεση, διαμορφώνουν μία «μνημονική εἰκόνα γιά πάντα», ἕναν ὕμνο στό ἔνδοξο παρελθόν τῆς Θεσσαλονίκης, σάν αὐτό πού φυλάσσεται στό συλλογικό ἀσυνείδητο, πέρα ἀπό ἱστορικούς σχολιασμούς καί ἀνθρώπινες ἀντιπαραθέσεις. Ἀνάλογη εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἐξώφυλλα στό περιοδικό «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ», 1959-1962
   Ὁ καλλιτέχνης ἐξίσου ἄνετα λειτουργεῖ σέ ὅλη τήν κλίμακα μεγεθῶν, ἀπό τή μικρογραφία ἕως τίς πολύ μεγάλες διαστάσεις. Ἡ ἐπιλογή συχνά ἐλλειψοειδοῦς σχήματος στούς πίνακες ὑποδεικνύει ἠθελημένα τή συγγένειά τους μέ τίς ἀνάλογες ζωγραφιές στά παραδοσιακά ἀρχοντικά. Τά τοπία περιβάλουν μέ θαλπωρή τούς οἰκιστικούς ὄγκους τῶν ἀσφυχτικά δομημένων πολιτειῶν, ἐναρμονίζοντας κτίσματα καί περιβάλλοντα φυσικό χῶρο. Ἡ εἰδυλλιακότητα τῆς ἥμερης φύσης ἐκφράζεται πάντα φειδωλά καί διακριτικά.
   Τά ἔργα μέ θέμα τά Μετέωρα διαφέρουν αἰσθητά ἀπό ἐκεῖνα τῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ προσέγγιση στά πρῶτα εἶναι καθαρά δοξαστική σέ ὕφος ὑπερεαλιστικό. Ὁ ὑπερβατικός χαρακτήρας τῶν Μετεώρων δέν ἐντείνεται μόνο ἀπό τήν ἔξαρση τῆς καθετότητας τῶν βράχων –μοιάζουν στυλίτες ἅγιοι– ἤ τῆς φανταστικῆς μοναστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀλλά καί ἀπό τό ἀντιρεαλιστικό χρῶμα, κόκκινο, χρυσό, γαλάζιο. Ἐνῶ στά Ἁγιορείτικα μοναστήρια ἐπικρατεῖ ἕνας ἀποστασιοποιημένος ρεαλισμός, λές καί ἀποσύρεται εὐλαβικά ἡ ἀνάγκη προσωπικῆς ἑρμηνείας πού ὑπό τήν στενή ὑποκειμενική ἀντίληψη θά τόνιζε ἤ θά παρέλειπε κάτι ἀπό τήν καταγραφή μίας χιλιόχρονης πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς.
   Ὁ χειρωνακτικός χαρακτήρας τῆς παραδοσιακῆς τέχνης ἄσκησε ἀδιάπτωτα τή γοητεία του στόν Μπακογιῶργο. Ταυτισμένος μέ τή νοοτροπία τοῦ λαϊκοῦ τεχνίτη πού εὐχαριστιέται νά ἐκφράζεται ζωγραφίζοντας τοίχους, ταβάνια, σεντούκια, ὡς ἕνας σύγχρονος μαΐστρος, ἐπιδίδεται χρόνια τώρα στή δημιουργία τῶν ἴδιων γνώριμων ἀπό τόν 18ο αἰώνα διακοσμήσεων σέ ἰδιωτικούς καί μοναστηριακούς χώρους.
   Γεωμετρικά σχέδια, μπαρόκ καί ροκοκό ἀνθικές συνθέσεις, δροσερές κοπέλες μέ περιστέρια ἤ κάνιστρα ἀφθονίας στά χέρια, σκηνές ἐρωτευμένων, τραγουδιστάδες, καλοτάξιδα καράβια, μικρογραφίες λιμανιῶν καί πόλεων, εἶναι τά μοτίβα πού διακοσμοῦν ξύλινες ὀμφαλωτές ὀροφές, περίτεχνους καθρέπτες, κασέλες, μουσάντρες, φεγγίτες.
   Τά ἔργα τοῦ Μπακογιώργου ἔχουν ἰδιαίτερη ἀπήχηση στό εὐρύτερο κοινό. Τό γεγονός αὐτό εἶναι εὐεξήγητο, διότι σέ ζοφερούς καιρούς ὅπως οἱ δικοί μας, κατά τούς ὁποίους τρόποι καί ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς κινδυνεύουν ἀπό τόν ἀφελληνισμό, ἡ ἐπιστροφή σ' ἕνα ἐξιδανικευμένο, εὐήμερο παρελθόν, προσφέρει δοκιμασμένο καταφύγιο. Παραμυθική λοιπόν ἡ τέχνη του μᾶς ταξιδεύει πέρα ἀπό τήν ἀνασφάλεια τοῦ παρόντος.